σοκολατής

σοκολατής
-ιά, -ί, Ν
αυτός που έχει το χρώμα τής σοκολάτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοκολάτα + κατάλ. -ής (πρβλ. σταχτ-ής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σοκολατής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα της σοκολάτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοκολατένιος — και τσοκολατένιος, α, ο, Ν 1. παρασκευασμένος από σοκολάτα 2. αυτός που έχει το χρώμα τής σοκολάτας, σοκολατής 3. φρ. «σοκολατένιος στρατιώτης» στρατιώτης ο οποίος κατά τον πόλεμο παραμένει στα γραφεία τών μετόπισθεν, άμαχος, αλλ. κουραμπιές.… …   Dictionary of Greek

  • σοκολατένιος, -ια, -ιο — 1. φτιαγμένος από σοκολάτα: Αγόρασε ένα σοκολατένιο αβγό. 2. σοκολατής: Με την ηλιοθεραπεία το δέρμα της έγινε σοκολατένιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”